Ἰσίγονος

Ἰσίγονος
Ἰσίγονος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ισίγονος — (1ος αι. π.Χ.). Κύπριος συγγραφέας. Ο Ι. κατέγραφε παραδοξολογίες και σώζονται μερικά αποσπάσματα από ένα έργο του με τίτλο Άπιστα (Απίστευτα). Σε αυτό γίνεται λόγος για μια κρήνη κοντά στη Θήβα, το νερό της οποίας έκανε τα άλογα που το έπιναν να …   Dictionary of Greek

  • Ἰσίγονον — Ἰσίγονος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κίτιον — Αρχαία πόλη της Κύπρου, στη θέση της σημερινής Λάρνακας, ένα από τα σημαντικότερα φοινικικά βασίλεια του νησιού. Όπως αποδεικνύεται από τις ανασκαφές, η περιοχή ήταν κατοικημένη ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ γύρω στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. ήταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”